- ουρεσίοικος
- οὐρεσίοικος, -ον (Α)(δ. γρφ.) βλ. ορεσίοικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐρεσίοικε — οὐρεσίοικος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
ορείοικος — ὀρείοικος και ὀρεσίοικος και οὐρεσίοικος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεσί (βλ. λ. όρος [II]) + οικος (< οἶκος), πρβλ. αερί οικος] … Dictionary of Greek
ορεσίοικος — ὀρεσίοικος και οὐρεσίοικος ον (Α) βλ. ὀρείοικος … Dictionary of Greek